πρελούδιο

πρελούδιο
Μουσική μορφή που σημαίνει γενικά την ενόργανη εισαγωγή μιας σύνθεσης αλλά μπορεί να είναι και αυτόνομη σύνθεση. Ως ιδιαίτερη μορφή, το π. έχει αρχαία προέλευση (οι Έλληνες, για παράδειγμα, είχαν π. για κιθάρα)· στους νεότερους χρόνους (από το τέλος του 17ου αι. και σε όλη τη διάρκεια του 18ου) το π. επιβλήθηκε μαζί με τη φούγκα, τη φαντασία και την τοκάτα, διατηρώντας παρ’ όλα αυτά μεγάλη ελαστικότητα στην εσωτερική του δομή, η οποία βασιζόταν κυρίως στην επεξεργασία –σε τύπο αυτοσχεδιασμού– ενός θεματικού πυρήνα. Τον 19o αι. ο αυτοσχέδιος αυτός χαρακτήρας ξεπεράστηκε από ένα συγκεκριμένο ύφος το οποίο παρ’ όλα αυτά, χάρη σε μια μεγάλη αρχιτεκτονική ελευθερία, διαφοροποίησε το π. από τις άλλες συνθέσεις. Από τα πληρέστερα δείγματα του μουσικού πολιτισμού, διακρίνονται τα πολυάριθμα π. του Μπαχ για κλαβεσέν, τα Εικοσιτέσσερα Πρελούδια έργο 28 του Σοπέν και τα επίσης εικοσιτέσσερα του Ντεμπισί, χωρισμένα σε δύο τόμους. Στην περιοχή του μουσικού θεάτρου δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσουμε σαφώς το π. από την ουβερτούρα και τη συμφωνία, γιατί και στις τρεις αυτές μορφές τα θέματα παρουσιάζουν χαρακτηριστικά που αναφέρονται στην επικείμενη δράση. Γενικά, παρ’ όλα αυτά, μπορεί να ειπωθεί ότι, ενώ η ουβερτούρα και η συμφωνία αναπτύσσονται ακολουθώντας κανόνες τύπου σονάτας, το π. είναι συνήθως μία εισαγωγή λιγότερο εκτεταμένη και σε ελεύθερη μορφή. Π. είναι, για παράδειγμα, αυτά που έγραψε ο Βέρντι για την Τραβιάτα, την Αΐντα, τον Χορό των Μεταμφιεσμένων, και αυτά που έγραψε ο Βάγκνερ για το Λόενγκριν, τον Τριστάνο και Ιζόλδη, τον Πάρσιφαλ. Χορωδία εκτελεί πρελούδιο της όπερας του Βέρντι «Αΐντα» (φωτ. ΑΠΕ). Στιγμιότυπο από την «Τραβιάτα» του Βέρντι (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
και πρελούντιο, το, Ν
μουσ.
1. μουσικό κομμάτι μη καθορισμένης μορφής που εισάγει ένα ορχηστρικό ή ένα θεατρικό έργο ή μια λειτουργική τελετουργία
2. αυτόνομη μουσική σύνθεση, που μπορεί να είναι παράφραση για εκκλησιαστικό όργανο πάνω σε θέματα προτεσταντικών ασμάτων που εισάγουν το μέλος τής σύναξης στην Εκκλησία τών Μεταρρυθμιστών είτε γραμμένη στο ύφος τής σπουδής είτε να έχει ως αφετηρία της οπτικές και αισθητηριακές εντυπώσεις ή ακόμη και να αντικαθιστά την εισαγωγή σε ορισμένες όπερες, όπως λ.χ. στον Λόενγκριν
3. μτφ. προανάκρουσμα, προοίμιο·
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. preludio].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Dimitris Dragatakis — (Greek: Δημήτρης Δραγατάκης; 22 January 1914 – 18 December 2001) was a Greek composer of classical music. He was born in Platanousa, Epirus in 1914 and studied the violin from 1930 to 1939 at the Greek National Conservatory in Athens. Later on,… …   Wikipedia

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • βιογραφία — Έργο που εξιστορεί τη ζωή ενός ανθρώπου με την αναφορά στο σύνολο των στοιχείων εκείνων τα οποία αποκαλύπτουν την ψυχολογική του ιδιοσυστασία και την πνευματική του προσωπικότητα και συνάμα ορίζουν το πλέγμα των πολύπλευρων δεσμών του με το… …   Dictionary of Greek

  • προανάκρουσμα — το, Ν 1. μικρό μουσικό τεμάχιο που παίζεται ως εισαγωγή σε εκτενέστερη σύνθεση, πρελούδιο 2. μτφ. ενέργεια που προετοιμάζει άλλη σπουδαιότερη κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προανακρούω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Στ. Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Λουκρήτιος — (Titus Lucretius Carus, Καμπανία 99; – 55 π.Χ.). Λατίνος ποιητής, συγγραφέας του εξάτομου ποιήματος Περί της φύσης των πραγμάτων (De rerum naturae). Σύμφωνα με μία πληροφορία που παραδίδει ο άγιος Ιερώνυμος, ο Λ. παραφρόνησε εξαιτίας ενός… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπορία — Ο όρος αναφέρεται γενικά σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που καινοτομούν τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Στον 19o αι. η π. (avant garde) είχε έννοια πολιτική και σήμαινε τα ρεύματα και τις ομάδες της Aριστεράς. Μόνο στις αρχές… …   Dictionary of Greek

  • Ραχμάνινοφ, Σεργκέι Βασίλιεβιτς — (Όνιεγκ, Νόβγκοροντ 1873 – Μπέβερλυ Χιλς, Καλιφόρνια 1943). Ρώσος πιανίστας και συνθέτης. Σπούδασε στα μεγαλύτερα μουσικά ιδρύματα της Πετρούπολης και της Μόσχας, έχοντας ως δασκάλους (και έπειτα ως φίλους) τους πρωταγωνιστές του ρωσικού μουσικού …   Dictionary of Greek

  • Σάμπα Ουμβέρτος — (Saba). Ιταλός ποιητής (1883 1957). Συνεργάστηκε με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά. Αναμείχθηκε στα πολιτικά πράγματα της εποχής του και αγωνίστηκε εναντίον του φασισμού. Μετά το 1918 ίδρυσε στην Τεργέστη την «Παλαιά και Σύγχρονη Βιβλιοθήκη».… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”